- σμιλάρι
- το1. σμίλη.2. ξυλουργικό εργαλείο, κοπτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμιλάρι — το / σμιλάριον, ΝΑ [σμίλη] μικρή σμίλη νεοελλ. ξυλουργικό και λιθοξοϊκό εργαλείο … Dictionary of Greek